- νεκρωτικῆς
- νεκρωτικόςcausing mortificationfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεινοδιψοθεραπεία — η ιατρ. θεραπευτική μέθοδος που συνίσταται σε ολιγοήμερη πλήρη στέρηση τροφής και νερού και εφαρμόζεται στις περιπτώσεις οξείας σπειραματονεφρίτιδας, ουραιμίας συνοδευόμενης από σπασμούς και νεκρωτικής εντερίτιδας … Dictionary of Greek
περιαρτηρίτιδα — η ιατρ. 1. φλεγμονώδης αντίδραση τού έξω χιτώνα τών αρτηριών και τού ιστού που τίς περιβάλλει 2. φρ. «οζώδης περιαρτηρίτιδα» βαριά μορφή διάσπαρτης νεκρωτικής αρτηρίτιδας η οποία προσβάλλει πολλά όργανα και ιδίως τους νεφρούς, τους μυς και το… … Dictionary of Greek
πολυαρτηρίτιδα — η, Ν 1. ιατρ. αρτηρίτιδα που προσβάλλει συγχρόνως πολλά τμήματα τού αρτηριακού συστήματος 2. φρ. «οζώδης πολυαρτηρίτιδα» ιατρ. βαριά μορφή διάσπαρτης νεκρωτικής αρτηρίτιδας, που προσβάλλει πολλά όργανα και ιδίως τους νεφρούς, τους μυς και το… … Dictionary of Greek